- ρούχο
- το / ῥοῡχον, ΝΜένδυμα, φόρεμα (α. «κι εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα, πλήθος αίμα ελληνικό», Σολωμ.β. «λαμπρὸν ἐφόρει ῥοῡχον, πολύτιμον καὶ θαυμαστόν», Διγ. Ακρ.)νεοελλ.1. ύφασμα2. φρ. α) «είναι στα ρούχα» ή «έπεσε στα ρούχα» — είναι άρρωστος, παραμένει κλινήρηςβ) «τρώγεται με τα ρούχα του» — γκρινιάζει με το παραμικρόγ) «έχει τα ρούχα της [του]»i) (για γυναίκα) βρίσκεται στις ημέρες τής εμμηνόρροιαςii) (και για τα δύο φύλα) έχει διαρκή και έντονο εκνευρισμόδ) «σκίζει τα ρούχα του» — διαμαρτύρεται έντονα3. παροιμ. α) «φύλαγε τα ρούχα σου για νάχεις τα μισά» — παίρνε τις αναγκαίες προφυλάξεις για να μην χάσεις τα πάνταβ) «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» — η αλλαγή ήταν μόνο επιφανειακή ή και παραπλανητικήγ) «Γαρούφω, Γαρούφω, βγάλ' το ξένο ρούχο» — μην κάνεις επίδειξη με δανεικά ενδύματα ή χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. ruho].
Dictionary of Greek. 2013.